κλισιογράφος

κλισιογράφος
ο
ναυτ. όργανο για τη χάραξη κλίσεων μιας αυτοπροωθούμενης τορπίλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίσις + συνδετικό φωνήεν -ο- + -γράφος (< γράφω), πρβλ. παλμο-γράφος, παντο-γράφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”